- αστυόχος
- Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων.
1. Γιος του Φαέθοντα και πατέρας του Σάνδακου.
2. Γιος του Προκάονα, που σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο, και τον φόνο του οποίου ζωγράφισε ο Πολύγνωτος στους Δελφούς.
3. Σπαρτιάτης ναύαρχος στον Πελοποννησιακό πόλεμο (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Τον έστειλαν το 412 π.Χ. στη Χίο και τη Λέσβο για να τις αποσπάσει από τη συμμαχία των Αθηναίων, αλλά πέτυχε να προσχωρήσουν στη Σπάρτη η Κνίδος, η Ρόδος, η Χίος και δεν σκότωσε τον Αλκιβιάδη, όπως διατάχτηκε από τους εφόρους της Σπάρτης. Το 411 π.Χ. αντικαταστάθηκε από τον Μίνδαρο.
* * *ἀστυόχος, -ον (Α) [όχος]ο προστάτης της πόλης.
Dictionary of Greek. 2013.